- ιχνεύτειρα
- ἰχνεύτειρα, ἡ (Α)επιγρ. βλ. ιχνευτήρ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἰχνεύτειραν — Ἰχνεύτειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχνευτήρ — ἰχνευτήρ, ὁ, θηλ. ἰχνεύτειρα (Α) ἰχνευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού ἰχνευτής < ἰχνεύω] … Dictionary of Greek